- ὑποπετρωθήσεται
- ὑποπετρόωchange into stonefut ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποπετρώ — όω, Α [πετρῶ / ώνω] (κυρίως παθ.) ὑποπετροῡμαι, όομαι στερεοποιούμαι, γίνομαι σαν πέτρα («πᾱν ὑγρὸν ὑποπετρωθήσεται», πάπ.) … Dictionary of Greek